- προστυχές
- προστυχήςengaged inmasc/fem voc sgπροστυχήςengaged inneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόστυχος — η, ο 1. για ανθρώπους και πράξεις, τιποτένιος, χυδαίος: Είναι πρόστυχος άνθρωπος. 2. για γυναίκα, η πόρνη: Γέμισε η πόλη από πρόστυχες. 3. για πράγμα, κακής ποιότητας: Πρόστυχο ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)